- βελτίοσι
- βελτί̱οσι , βελτίωνbetter: dat comp pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
βελτίοσι — βελτί̱οσι , βελτίων better dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαμαυρώ — ἐξαμαυρῶ, όω (AM) [αμαυρώ] 1. μαυρίζω, συσκοτίζω 2. εξασθενίζω («ἐξαμαυρῶ τὰ χείρονα τοῑς βελτίοσι», Πλούτ.) 3. παθ. «ἐξαμαυροῡμαι» (για φυτό) χάνω τα φυσικά μου χαρακτηριστικά … Dictionary of Greek